Με το …φόβητρο του bail-in, δηλαδή της διάσωσης μίας τράπεζας από τους μετόχους της, τους ομολογιούχους και τους καταθέτες (άνω των 100.000 ευρώ), έγινε η τρέχουσα ανακεφαλαιοποίηση. Κάθε τράπεζα, αποτιμήθηκε από τους διεθνείς επενδυτές που διαμόρφωσαν την τιμή, σε πολύ χαμηλά επίπεδα με αποτέλεσμα, η πιο ακριβή να αποτιμάται στα 500 εκατ. ευρώ και η πιο χαμηλή στα 18 εκατ. ευρώ.
Οι διεθνείς επενδυτές ουσιαστικά αποτίμησαν με τα δικά τους κριτήρια τις τράπεζες, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας που οδηγεί στην ανεπιστρεπτί μειωμένη δυνατότητα των δανειοληπτών (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) για την αποπληρωμή των δανείων τους, αλλά και τα ρίσκα που υπάρχουν στην δημοσιονομική πορεία της χώρας και στην εκτέλεση των σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζών.
Στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, τον Μάιο του 2013, το σχέδιο της κυβέρνησης σε συνεργασία με την τρόικα και τις εποπτικές αρχές προέβλεπε τα κρατικά κεφάλαια που κατευθύνθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, να ανακτηθούν από το δημόσιο μέσω της πώλησης των συμμετοχών που είχε σε αυτές. Από το σύνολο των κεφαλαίων που ξόδεψε το κράτος για τον τραπεζικό κλάδο, ύψους 40 δις. ευρώ, τα περίπου 27 δις. ευρώ αφορούσαν την ανακεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών και τα υπόλοιπα 13 δις. ευρώ κάλυψαν τις ανάγκες για την εκκαθάριση μικρότερων τραπεζών που απορρόφησαν οι συστημικές. Το σχέδιο επιστροφής των κρατικών κεφαλαίων από το δημόσιο προέβλεπε την ανάκτηση των 27 δις. ευρώ, ενώ οι εποπτικές αρχές επεξεργάζονταν τρόπους να αυξήσουν το ποσό μέσω της αύξησης της αξίας των τραπεζών, ενώ παράλληλα θα είχε διαμορφωθεί ένα περιβάλλον ανάκαμψης της οικονομίας σε ένα πολιτικό σκηνικό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Κατά την δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, τον Απρίλιο του 2014, η χώρα είχε ένα σταθερό βηματισμό προς τη δημοσιονομική προσαρμογή, με σχετική (για την Ελλάδα) πολιτική σταθερότητα. Έτσι, οι 4 συστημικές τράπεζες κατάφεραν να αντλήσουν από ιδιώτες επενδυτές, κυρίως ξένους, περί τα 8,3 δις. ευρώ, απαλλάσσοντας το δημόσιο από νέο βάρος.
Όμως από τον Μάιο του 2014, μετά τις ευρωεκλογές και τον Αύγουστο του ίδιου έτους που έλαβε χώρα η μικρή ιδιωτική τοποθέτηση των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου το κλίμα άρχισε να γίνεται βαρύ καθώς δεν καλύφθηκε, αφού το επιτόκιο που επιχειρούσε να πετύχει η χώρα δεν ήταν αρκετά υψηλό για να αντληθεί το σύνολο του επιθυμητού ποσού. Η αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία και γενικότερα στο πολιτικοοικονομικό σύστημα είχε την κορύφωσή του το 5μηνο Φεβρουαρίου – Ιουνίου του τρέχοντος έτους, όπου επιβλήθηκε ο περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων (capital control). Τα δυσμενή αποτελέσματα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ήταν έκδηλα και επιβάρυναν τις τράπεζες περαιτέρω.
Έτσι, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι διοικήσεις των οποίων είχαν την ελπίδα της ανάκαμψης της οικονομίας και επομένως της ανάκτησης μέρος των ζημιών που δημιουργούνταν και συνεχίζουν να δημιουργούνται από την συνεχιζόμενη αύξηση των «κόκκινων» δάνεια, έφτασαν στο σημείο να χρειάζονται επιπλέον νέα κεφάλαια για να παραμείνουν βιώσιμες. Η ανάγκη νέων κεφαλαίων ήταν «κοινό μυστικό», αλλά η καθυστέρηση της συμφωνίας και η διενέργεια των εκλογών ανέβαλε τις διαδικασίες.
Γιατί όμως φτάσαμε ως εδώ;
Οι ευθύνες που έφτασε η κατάσταση ως εδώ συνοψίζεται στα εξής:
1. Η πρώτη και κύρια αιτία είναι το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, τα οποία οι τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους και όταν απομειώθηκαν μείωσαν σημαντικά τα εποπτικά τους κεφάλαια.
2. Η συνεχιζόμενη πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα αύξησε τα «κόκκινα» δάνεια και δημιούργησε «κόκκινα» δάνεια ακόμα και σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που αρχικά είχαν διαθέσιμο εισόδημα για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, αλλά δεν πλήρωναν από ανασφάλεια.
3. Η παρατεταμένη ύφεση που δημιούργησε ρεκόρ ανεργίας, η μείωση μισθών, οι περικοπές συντάξεων, η αυξημένη φορολογία, κλπ, που προκάλεσε αδυναμία της εξυπηρέτησης των δανείων από νοικοκυριά δημιουργώντας νέα «κόκκινα» δάνεια. Επιπλέον, όσον αφορά τις επιχειρήσεις η παρατεταμένη οικονομική ύφεση είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της δραστηριότητας τους και του τζίρου τους, αυξάνοντας τα «κόκκινα» δάνεια της κατηγορίας.
4. Η ισχυρή αντίδραση του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσουν με παραδοσιακά αποτελεσματικούς τρόπους τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και την έλλειψη ειδικής τεχνογνωσίας από τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, το μέγεθος του προβλήματος.
5. Η σκόπιμη πολιτική της τρόικας για την μη αντιμετώπιση με ριζικές λύσεις για τα κόκκινα δάνεια προκειμένου να πιέσει την πολιτική εξουσία να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις.
6.Οι νέες χαμηλότερες αποτιμήσεις των αξιών των ακινήτων που αναγκάζουν τις τράπεζες να εγγράψουν επιπλέον ζημίες.
7.Η έλλειψη έντονης πίεσης των εποπτικών αρχών πριν από το ξέσπασμα της κρίσης για λήψη αυξημένων προβλέψεων (προληπτικές ζημίες) που θα θωράκιζαν τις τράπεζες έναντι της επερχόμενης κρίσης.
8. Η 5μηνη περίοδος Φεβρουαρίου- Ιουνίου 2015 κατά την οποία ο αυξημένος βαθμός αβεβαιότητας ο οποίος αύξησε το ρυθμό δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων.
9. Η επιβολή του περιορισμού κίνησης κεφαλαίων (Capital Control) η οποία επιδείνωσε περαιτέρω την δραστηριότητα των επιχειρήσεων και των εξαγωγικών, αλλά και των υπολοίπων λόγων του περιορισμού της αγοράς των πρώτων υλών, κλπ. To Capital Control επιδείνωσε και την κατάσταση των νοικοκυριών όσον αφορά την αποπληρωμή των δανείων τους και της εξυπηρέτησης των άλλων υποχρεώσεών τους.