Δραματικές μειώσεις στους πληθυσμούς των λιονταριών της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής αναμένονται τα προσεχή 20 χρόνια, ενώ πρόβλημα καταγράφεται και στην Ανατολική Αφρική όπου ενδημεί η πλειονότητα των μεγάλων αιλουροειδών.
Κοινή μελέτη που συνέταξαν επιστήμονες από το βρετανικό Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, την περιβαλλοντική οργάνωση Panthera, τον ερευνητικό σταθμό άγριας ζωής Grimsö και το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα εστίασε σε 47 διαφορετικούς πληθυσμούς σε όλη την Αφρική έδειξε ότι όσοι ιστορικά αριθμούσαν τουλάχιστον 500 άτομα βρίσκονται σε παρακμή.
Πάντως οι πληθυσμοί των λιονταριών αυξάνονται στον νότο της «Μαύρης Ηπείρου» δηλαδή στη Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια, τη Νότιο Αφρική και τη Ζιμπάμπουε.
«Τα ευρήματα αυτά δείχνουν σαφώς ότι η μείωση των λιονταριών μπορεί να σταματήσει και μάλιστα να αντιστραφεί, όπως στη νότια Αφρική. Δυστυχώς, οι προσπάθειες προστασίας των λιονταριών δεν συμβαίνουν σε μεγαλύτερη κλίμακα, και οι μειώσεις σε πολλές χώρες έχουν τεράστιες επιπτώσεις», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας, Χανς Μπάουερ.
Η κλιματική αλλαγή θα διογκώσει περισσότερο τους κινδύνους αναφέρει η έκθεση, αυξάνοντας περαιτέρω την πίεση στις λεοπαρδάλεις και μειώνοντας τους πληθυσμούς τους σε μη βιώσιμα επίπεδα.
«Η περιοχή των Ιμαλαΐων θα αντιμετωπίσει μια σοβαρή κρίση, εάν επιλέξουμε να αγνοήσουμε την κλιματική αλλαγή. Όχι μόνο κινδυνεύουμε να χάσουμε μεγαλοπρεπή είδη, όπως η λεοπάρδαλη του χιονιού, αλλά εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι που εξαρτώνται από το πόσιμο νερό που κατεβάζουν τα βουνά θα επηρεαστούν αρνητικά», δήλωσε η Ρεμπέκα Μέι του WWF Βρετανίας.
Σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση, η επιτυχία της Ινδίας, του Νεπάλ και του Μπουτάν στην αύξηση του αριθμού απειλούμενων ειδών, όπως οι τίγρεις και οι ρινόκεροι, θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για τις λεοπαρδάλεις του χιονιού.
Υπολογίζεται πως απομένουν περίπου 4.000 με 6.000 λεοπαρδάλεις του χιονιού στην κεντρική και νότια Ασία, σε υψόμετρα 3.000 με 4.500 μέτρων.
—Βάτραχοι
Εκτός από τα μεγάλα αιλουροειδή κίνδυνο εξαφάνισης διατρέχουν και αμφίβια είδη.
Τουλάχιστον 200 είδη βατράχων έχουν εξαφανιστεί από τη δεκαετία του 1970 και μετά, ενώ εκατοντάδες ακόμα θα έχουν την ίδια μοίρα τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με νέα έρευνα Αυστραλών επιστημόνων.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζον Άλροϊ από το Πανεπιστήμιο Μακουόρι της Αυστραλίας, εκτιμά ότι τουλάχιστον το 10 τοις εκατό όλων των ειδών βατράχων θα εξαφανιστεί ως το 2100. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι έχει ήδη χαθεί το 3,1 τοις εκατό.
Η απώλεια ενδιαιτημάτων και η ρύπανση έχουν πιθανότατα προκαλέσει μερικές από τις εξαφανίσεις μέχρι σήμερα, αλλά η κύρια αιτία είναι ο θανατηφόρος μύκητας Batrachochytrium dendrobatidisor Bd, ο οποίος απειλεί και τους βατράχους της χώρας μας.
Ο άκρως μεταδοτικός μύκητας ανακαλύφθηκε μόλις το 1998, και έκτοτε έχει εξολοθρεύσει μεγάλους πληθυσμούς βατράχων σε Βόρειο και Νότιο Αμερική, Ευρώπη και Αυστραλία.
Ο χυτριδιομύκητας αναπτύσσεται στο ευαίσθητο δέρμα των αμφιβίων, διαταράσσοντας την ισορροπία ηλεκτρολυτών όπως το κάλιο και το νάτριο. Η έλλειψη μπορεί να διαταράξει την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς και να προκαλέσει τελικά ανακοπή.
Για πρώτη φορά εντοπίστηκε στη Μαδαγασκάρη όπου βρίσκεται ποσοστό επτά τοις εκατό των αμφιβίων ειδών όλου του πλανήτη, πολλά εκ των οποίων είναι ενδημικά.