Ο πόνος στον ώμο είναι από τις συχνότερες αιτίες επίσκεψης σε ορθοπαιδικό ιατρείο. Συνήθως δεν αναφέρεται τραυματισμός αλλά έντονη χειρωνακτική εργασία. Συχνά συναντάται σε αθλητές που χρησιμοποιούν τα άνω άκρα πάνω από το επίπεδο του ώμου ( volley, κολύμβηση, water polo, ακόντιο) Προσβάλει εξίσου τους άνδρες και τις γυναίκες σε όλες σχεδόν τις ηλικίες της ενηλίκου ζωής.
Η άρθρωση του ώμου έχει το μεγαλύτερο εύρος κίνησης από όλες τις αρθρώσεις του σώματος. Αυτό οφείλεται στο ότι η αρθρική επιφάνεια της ωμοπλάτης ( ωμογλήνη ) που υποδέχεται την κεφαλή του βραχιονίου δεν έχει ιδιαίτερο βάθος. Το γεγονός αυτό κάνει την άρθρωση του ώμου ασταθή αλλά με μεγάλο εύρος κίνησης. Σημαντικό για την σταθερότητα της άρθρωσης και την ομαλή κύλιση των αρθρικών της επιφανειών αποτελεί το μυικό της περίβλημα. Αστοχία του μυικού περιβλήματος της άρθρωσης του ώμου οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε καταστροφή της άρθρωσης και οστεοαρθρίτιδα που συνοδεύεται από χρόνιο πόνο και αγκύλωση.
Το πέταλο των στροφέων είναι ένα σύμπλεγμα τενόντων που συμμετέχει στο να απομακρυνθεί το άνω άκρο από τον κορμό προς τα πλάγια. Ο βασικότερος και πιο ευπαθής τένοντας του συμπλέγματος είναι ο υπερακάνθιος. Αυτός κινείται κάτω από ένα οστό το οποίο αποτελεί τμήμα της ωμοπλάτης, το ακρώμιο. Ο χώρος μεταξύ του ακρωμίου και της κεφαλής του βραχιονίου λέγεται υπακρωμιακός χώρος. Όταν αυτός μειώνεται σε πλάτος το πέταλο των στροφέων φθείρεται λόγω τριβής και τότε μιλάμε για το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής. Μεταξύ του ακρωμίου και του πετάλου των στροφέων υπάρχει ένα ¨μαξιλαράκι ¨που λέγεται ορογόνος θύλακας. Στην ουσία είναι ένα μικρό μπαλόνι που έχει υγρό και αποτελεί προστατευτικό μηχανισμό προκειμένου να μην φθείρεται εύκολα το πέταλο των στροφέων.
Το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή στο περίβλημα της άρθρωσης και ειδικότερα στον ορογόνο θύλακα που βρίσκεται στον υπακρωμιακό χώρο ο οποίος συχνά υφίσταται ασβεστοποίηση ( ασβεστοποιός υπακρωμιακή ορογονοθυλακίτιδα).
Η θεραπεία της ασβεστοποιού υπακρωμιακής ορογονοθυλακίτιδας είναι κυρίως συντηρητική και περιλαμβάνει, ανάρτηση του μέλους, αντιφλεγμονώδη, εγχύσεις κορτικοστεροειδούς στον υπακρωμιακό χώρο (κατευθυνόμενες με υπερηχογραφικό έλεγχο ) και σπανιότερα αρθροσκοπικό καθαρισμό.
Μπορεί επίσης να προκαλέσει τριβή του τένοντα ο οποίος φλεγμαίνει και συχνά μαζεύει άλατα ασβεστίου όπως φαίνεται στην υπερκείμενη φωτογραφία ή και ρήξη αυτού όπως φαίνεται στην μαγνητική τομογραφία της φωτογραφίας που ακολουθεί. ( ρήξη πετάλου στροφέων ή μεμονωμένη ρήξη υπερακανθίου).
Η ρήξη του πετάλου των στροφέων ή η μεμονωμένη ρήξη των τενόντων σε νέους και μεσήλικες ασθενείς πρέπει να διορθώνεται με συρραφή προκειμένου να μην αποδιοργανωθεί η άρθρωση του ώμου. Σε ηλικιωμένους ασθενείς η θεραπεία εξατομικεύεται με βάση την ένταση των ενοχλημάτων, τον περιορισμό της λειτουργικότητα και τα συνοδά προβλήματα υγείας.
Συχνά ο ασθενής προσέχεται στο ιατρείο με τον ώμο απόλυτα αγκυλωμένο και εξαιρετικα επώδυνο τόσο σε κινήσεις απαγωγής ( απομάκρυνση προς τα πλάγια από τον κορμό ), όσο και στις στροφικές του βραχιονίου. Συνήθως η κατάσταση αυτή εκδηλώνεται σχετικά αιφνίδια και λέγεται σύνδρομο παγωμένου ώμου. Είναι συχνή σε ασθενείς στους οποίους έχει διαπιστωθεί συνδρομό υπακρωμιακής προστριβής, ρήξη μερικού ή ολικού πάχους του πετάλου των στροφέων αλλά έχει διαπιστωθεί ότι η συχνότερα εκδηλώνεται σε ασθενείς σακχαροδιαβητικούς, με καρδιοαγγειακή νόσο και σε αγχώδεις.
Η θεραπεία του συνδρόμου του παγωμένου ώμου είναι συντηρητική και περιλαμβάνει παυσίπονα – αντιφλεμονώδη, εγχύσεις κορτικοστεροειδούς ( κατευθυνόμενες με υπερηχογραφικό έλεγχο ) και φυσιοθεραπεία στην υποξεία και χρόνια φάση. Συνήθως τα ενοχλήματα υποχωρούν μετά από μερικούς μήνες. Ο πόνος υποχωρεί πρώτα και ακολουθεί η λύση της αγκύλωσης.
Η παραμελημένη υπακρωμιακή προστριβή συνεπάγεται ρήξη του πετάλου των στροφέων, απώλεια της ομαλής κύλισης της άρθρωσης, φθορά του αρθρικού χόνδρου και εν συνεχεία του οστού, διαταραχή της επαλληλίας των αρθρικών επιφανειών που καταλήγει σε οστεοαρθρίτιδα εφόσον δεν αποκατασταθεί το αρχικό πρόβλημα
Η θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας του ώμου σε αντίθεση με αυτήν του ισχίου και του γόνατος είναι κυρίως συντηρητική με φυσιοθεραπεία και παυσίπονα. Η χειρουργική θεραπεία με αρθροπλαστική παρουσιάζει σχετικά μέτρια αποτελέσματα τόσο ως προς την κίνηση όσο και ως προς τον πόνο, λόγω της καταστροφής του μυικού περιβλήματος της άρθρωσης, και ως εκ τούτου αποτελεί λύση ανάγκης.
Άλλα αίτια πόνου στον ώμο είναι το πρόσθιο εξάρθρημα της κεφαλής του βραχιονίου το οποίο είναι συνήθως τραυματικό. Σπανιότερα ασθενείς με συνδεσμική χαλαρότητα υφίστανται αυτόματα εξαρθρήματα τα λεγόμενα καθέξιν ( γίνεται σχεδόν με τη βούληση του ασθενούς) ή καθ΄υποτροπή ( επαναλαμβανόμενα λόγω χρόνιας αστάθειας)
Η διάσταση της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης λόγω συνδεμικής αστάθειας, η αρθρίτιδα της ακρωμιοκλειδικής, το κάταγμα της κλείδας και η τενοντίτιδα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου βραχιονίου είναι άλλα σπανιότερα αίτια πόνου στην περιοχή του ώμου.
Ένα σχετικά σπάνιο αίτιο πόνου στον ώμο είναι η παρουσία ενός επιπρόσθετου οσταρίου στο ακρώμιο, που στην ουσία είναι η ατέλεια στη συννένωση των πυρήνων οστεώσης του ακρωμίου κατά τη διαδικασία της σκελετικής ωρίσμανσης, Το επιπρόσθετο αυτό οστάριο ονομάζεται os acromialis. Η συνηθέστερη ηλικία εκδήλωσης των ενοχλημάτων είναι 20 – 25.
Το os acromialis είναι αρκετά συχνό στον πληθυσμό αλλά, τις περισσότερες φορές, δεν είναι επώδυνο και κατά συνέπεια δεν χρειάζεται καμία θεραπεία. Όταν όμως προκαλεί πόνο τότε το ενόχλημα σπάνια υποχωρεί με συντηρητικά μέσα και συνήθως απαιτεί χειρουργική θεραπεία με σταθεροποίηση του οσταρίου ( os acromialis) με το υπόλοιπο τμήμα του ακρωμίου όπως φαίνεται στη φωτογραφία που ακολουθεί.
Ο ώμος επειδή δεν αποτελεί φορτιζόμενη άρθρωση συχνά παραμελείται από τους ίδιους τους ασθενείς καταφεύγοντας με καθυστέρηση στον ιατρό. Η αγκύλωση, ο έντονος πόνος ( κυρίως νυκτερινός ) η απώλεια της λειτουργικότητας στις καθημερινές απλές δραστηριότητες αναγκάζουν τον ασθενή να αναζητήσει τη βοήθεια του ιατρού. Η έγκαιρη διάγνωση που στηρίζεται όχι μόνο στην κλινική εξέταση αλλά και στον απεικονιστικό έλεγχο με απλή ακτινογραφία και συχνά με μαγνητική τομογραφία ώμου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αιτιολογική αντιμετώπιση και την ομαλή έκβαση της θεραπείας. Αντιθέτως η καθυστερημένη διάγνωση συχνά οδηγεί, παρά τη θεραπεία, σε υπολειμματικό πόνο και δυσφορία του ασθενή.