Η παγκόσμια θερμοκρασία θα ξεπεράσει τα επίπεδα που θεωρούνται επικίνδυνα για το μέλλον του πλανήτη πολύ νωρίτερα από αυτό που αναμέναμε υποστηρίζει μια νέα αυστραλιανή μελέτη που εστιάζει στην αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια.
Ερευνητές από τα πανεπιστήμια Κουήνσλαντ και Γκρίφιθ ανέπτυξαν ένα εργαλείο παρακολούθησης της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης που προβλέπει ότι η μέση παγκόσμια υπερθέρμανση θα ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τα Προβιομηχανικά Επίπεδα μέχρι το 2020.
Η πρόγνωση -που βασίζεται σε νέα μοντέλα που ενσωματώνουν μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη, την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και την κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας– δείχνει σε μια αύξηση δύο βαθμών Κελσίου ως το 2030 και σε αποτυχία επίτευξης των στόχων που τέθηκαν στη διάσκεψη για το Κλίμα που έλαβε χώρα το Δεκέμβριο στο Παρίσι.
Εκεί συμφωνήθηκε μια υπερθέρμανση της τάξης του 1,5 βαθμού Κελσίου ως όριο για την προστασία των κλιματικά ευάλωτων νησιωτικών κρατών και οι δύο βαθμοί Κελσίου ως ανώτατη αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 10 Μαρτίου στην έγκριτη επιθεώρηση Plos One.
—Φτώχεια ή υπερθέρμανση του πλανήτη;
Πρόκειται για το πρώτο μοντέλο που λαμβάνει υπόψη την κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας -η οποία έχει υπερδιπλασιαστεί από το 1950 και μετά- μαζί με την οικονομική μεγέθυνση και την αύξηση του πληθυσμού προκειμένου να υπολογίσει τις εκπομπές ρύπων του θερμοκηπίου και τις συνεπαγόμενες θερμοκρασιακές αυξήσεις.
Η ερευνητές θεωρούν επείγουσα τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ ώστε να μετριαστεί ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής για όλο τον πλανήτη.
Ο Λίαμ Βάγκνερ, οικονομολόγος από το Πανεπιστήμιο Γκρίφιθ, υποστηρίζει ότι οι προβλεπόμενες αυξήσεις στην κατανάλωση ενέργειας δεν θα αντισταθμιστούν από βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση.
Ισχυρίζεται ότι η κατανάλωση ενέργειας κατά κεφαλή θα εξαπλασιαστεί ως το 2050, μια τάση με άμεσες επιπτώσεις στην παγκόσμια θερμοκρασία εάν συνδυαστεί με παγκόσμιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης της τάξης του 3,9% ετησίως και με παγκόσμια πληθυσμό 9 δισεκατομμύρια.
«Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η φτώχεια που μαστίζει το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει με λιγότερα από 2,5 δολάρια ημερησίως απαιτούνται τεράστιες αυξήσεις στην κατανάλωση ενέργειας» προσθέτει ο Βάγκνερ
Υπό αυτό το πρίσμα η ενεργειακή μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας προβάλλει ως η μοναδική διέξοδος στο κλιματικό και κοινωνικό αδιέξοδο που διαμορφώνεται για τον πλανήτη.
Με άλλα λόγια, εάν επιλεχθεί ο άνθρακας ως «φθηνή» λύση για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχειας, οι επιπτώσεις για τον πλανήτη θα είναι ολέθριες
Οι ερευνητές προτείνουν οι επιδοτήσεις ύψους 500 δισ. δολαρίων που καταβάλλονται ετησίως προς τον άνθρακα να κατευθυνθούν προς τις ΑΠΕ ως γρήγορο τρόπο επίτευξης της μετάβασης. Άλλωστε τα περιθώρια ανάπτυξης των ΑΠΕ είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά του άνθρακα και ο αντίκτυπος στην οικονομία θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερος.
—Δεν είναι μόνο η ηλεκτροπαραγωγή
Ο Μπεν Χανκάμερ από το ινστιτούτο βιοεπιστήμης του Πανεπιστημίου του Κουήνσλαντ υπογραμμίζει ότι «δεν διαθέτουμε εύκολες λύσεις» από τη στιγμή που το 80% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης αφορά σε καύσιμα (για μεταφορές, θέρμανση κλπ) και μόλις το 20% για ηλεκτρική ενέργεια.
Ο Χανκάμερ τονίζει ότι η μετάβαση στις ΑΠΕ προϋποθέτει την ανάπτυξη ηλιακών καυσίμων, τη βελτίωση των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση.
«Δύσκολη θα είναι η αντικατάσταση των αεροπορικών και ναυτιλιακών καυσίμων, αλλά και των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία» αναφέρει.