Από τον Αντρέα Μίγκο
Tο Λεχαινίτικο Καρναβάλι έχει βαθιές ρίζες .Από διηγήσεις αλλά και φωτογραφίες βγαίνει το συμπέρασμα ότι γινόταν από τις αρχές του αιώνα, πιθανόν να ξεκίνησε το 1910..Αποτελουσε και αποτελεί μια έκφραση των συναισθημάτων και του τοπικού πολιτισμού και ήταν άρρηκτα δεμένο με τη ζωή των κατοίκων που κάθε χρόνο περίμεναν την εποχή του Καρναβαλιού για να διασκεδάσουν και να εκφραστούν διαφορετικά…. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Πέτρου Σεφερλή στο περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ (το 1978) για το παλιό Λεχαινίτικο καρναβάλι… Θυμάμαι τον καρνάβαλο τα πρώτα παιδικά μου χρόνια που με τη θύμηση μετράμε από το 1925. Από τις πρώτες απόκριες αρχίζανε οι μασκαράδες μικροί και μεγάλοι έκαναν επισκέψεις στα σπίτια και ανταλλάσανε ευχές. Το κέρασμα ήταν μεζές και κρασί και απαραίτητα γαλατόπιτα, το γλυκό που όλα τα σπίτια συνήθιζαν τότε. Αλλά και σήμερα έχει παραμείνει το έθιμο της γαλατόπιτας. Τα βράδια στους δρόμους συναντούσες περισσότερους πιωμένους παρά ξεμέθυστους. άλλοι κατά την εβδομάδα των απόκρεω έφτιαχναν μια καμήλα ή και αρκούδα ή κάτι άλλο και γύριζαν στην αγορά αλλά και στις γειτονιές και χόρευαν και καλαμπούριζαν. Μάζευαν και χρήματα από τον κόσμο που ξανάπεφταν σ αυτόν σε κομφετί, σερπαντίνες, ταβέρνες, ουζοπωλεία, κλπ. Σ αυτές τις ήμερες άρχιζε και η προετοιμασία του Καρνάβαλου, τόπος δουλειάς η Μπαζακογειτονιά το φτωχικό αλλά χαρούμενο σπίτι του μπάρμπα Κώστα του Μπαζακα, αγρότης ο επάγγελμα. Σχεδόν αγράμματος αλλά και ευφυέστατος και πνευματώδης το ένοιωθε αυτό που έκανε γι αυτό είχε και επιτυχίες. Και άλλοι τέτοιοι άνθρωποι ήταν ο Καντουρας, ο Σαλαμούρας κλπ. Έφτιαχναν σε κάρα την άνοιξη, την ταβέρνα, τη γειτονιά και άλλα. Μεγαλύτερη προσοχή δινόταν στο κάρο που ήταν ο Καρνάβαλος και η Καρναβαλίν. Έβγαιναν στους δρόμους και σταματούσαν στην πλατεία Χατζηγιάννη. Εκεί απήγγειλαν στίχους που τους έγραφαν μόνοι τους και αφορούσαν γύρω από τοπικά γεγονότα, κουτσομπολιά, σχόλια και τα παρόμοια που με το πηγαίο χιούμορ γινόταν και η ενημέρωση του κοινού, για ραντεβουδάκια, απιστίες, καβγαδάκια, οικογενειακά, φαιδρά και παρόμοια>> Η Πρώτη φάση του Λεχαινίτικου Καρναβαλιού τερματίστηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και ξανάρχισε αμέσως μετά. Διακόπηκε πάλι στα μέσα της δεκαετίας του 50 αναβίωσε ξανά το 1977 και από τότε γίνεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα… Ο Γενιτσαρίστικος χορός είναι ένας πανάρχαιος χορός, κατάλοιπο των αρχαίων Διονυσιακών μυστηρίων. Επτά νέοι ντυμένοι φουστανελοφόροι και δυο ακόμα νέοι με γυναικεία ρούχα (μπούλες) , χορεύουν σε τριάδες.. Την παρέα αυτή τη λένε γκοτσαρια ΄ή τσετιά. Την τσετιά περιτρέχουν με κωμικές κινήσεις ο γερός και η γριά. Στο κέντρο είναι ο κορυφαίος ο Γενίτσαρος ή αρχιγκότσης που κρατεί το κιλουμι και γύρω του οι γκοτσαδες.. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, διηγούνται οι παλιοί χορευτές, μετέδιδαν τα μυστικά της επανάστασης που ετοιμάζονταν.. Παλιότερα φτιάχνονταν δυο παρέες στα Λεχαινά και μια στο Βαρθολομιό, στην Ανδραβίδα, στο Τραγανό, στη Γαστούνη και στο Στρουσι. Χόρευαν όλη την εβδομάδα της Τυρινής, γύριζαν στα χωριά και έφταναν μέχρι την Αμαλιάδα. Το Σάββατο συγκεντρώνονταν στα Λεχαινά και βραβευόταν η καλύτερη γκοτσαρια .O Γενιτσαρίστικος χορός αναβίωσε το 1954 από τον Ντίνο Ψυχογιό στη συνέχεια ατόνησε για πολλά χρόνια και το 1977 ξανάρχισε να χορεύεται με πρωτεργάτες τότε τον Τάση Τασσόπουλο και τον Ανδρέα Καρκαβίτσα.