Γράφει ο Δημήτρης Τερζής
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών
Ξημερώματα της 4ης Απριλίου του 1965, ένας ισχυρός σεισμός 6,1 Ρίχτερ ξυπνάει τους κατοίκους της κεντρικής και δυτικής Πελοποννήσου.
Το επίκεντρο εντοπίζεται στο χωριό Απιδίτσα Αρκαδίας. Συνολικά 18 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, ενώ σε περισσότερα από 20.000 οικήματα καταγράφονται ζημιές.
Τα χωριά της ορεινής Ολυμπίας, κοντά στα Κρέστενα, μετράνε πληγές.
Είναι η πρώτη φορά που κρίνεται αναγκαία η μετακίνηση πληθυσμού λόγω των έντονων κατολισθήσεων που προκάλεσε ο σεισμός.
Ωστόσο, ανάμεσα στους πληθυσμούς που μετακομίζουν σε σπίτια που έχτισε η ΜΟΜΑ σε ασφαλές μέρος, ένα μικρό χωριό αντιστέκεται.
Οι κάτοικοι της Φρίξας αρνούνται ν' αφήσουν τα σπίτια τους, παρά το γεγονός ότι το χωριό έχει αρχίσει να «κυλάει» από τον λόφο, στον οποίο είναι αμφιθεατρικά χτισμένο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φρίξα αποτελείται από δύο οικισμούς, το Τουρνεσιάρι και την κυρίως Φρίξα. Απέχει 13 χλμ. από τα Κρέστενα και σήμερα μαζί με τον οικισμό Ανεμοχωράκι έχει περίπου 170-180 κατοίκους.
Βράδυ της 15ης Φεβρουαρίου του 2016:
Ο σεισμός των 5,2 Ρίχτερ, πάνω στο γνωστό ρήγμα της ορεινής Ολυμπίας που καταλήγει στο Επιτάλιο, ξυπνάει μνήμες στη Φρίξα.
Εδώ και 51 χρόνια, το χωριό βυθίζεται κάθε χρόνο και από λίγο.
Επηρέασαν πολύ οι βροχές που είναι έντονες στην περιοχή, έβαλε για τα καλά το χέρι της και η μεγάλη φωτιά του 2007.
Καταρρέει ο δρόμος
Από το 1999 και μετά, η κατάσταση για τους κατοίκους είναι δύσκολη. Ο δρόμος που συνδέει το χωριό με τον υπόλοιπο κόσμο συχνά-πυκνά καταρρέει.
Οι κάτοικοι, αγρότες οι περισσότεροι και ελάχιστοι κτηνοτρόφοι, δεν μπορούν να φτάσουν στις περιουσίες τους, ν' ασχοληθούν με τη γη και τα ζωντανά τους.
Οι αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες ξεκινούν τις μελέτες και τις διαδικασίες αποκατάστασης. Παρ' όλα αυτά, 17 χρόνια μετά, τα προβλήματα στο χωριό παραμένουν.
Κατολισθήσεις, ζημιές σε δρόμους και σπίτια, προβλήματα μετακίνησης, ειδικά τον χειμώνα.
Η φράση «έπρεπε να έχουμε φύγει» ακούγεται από τους περισσότερους πλέον στο χωριό. Μεσούσης της κρίσης, όμως, το βλέπουν δύσκολο.
«Δεν νομίζω να υπάρχει πλέον τέτοια πολυτέλεια», λέει στην «Εφ.Συν.» ο πρόεδρος της κοινότητας, Γιώργος Σεφερλής. «Ισως να πρέπει να δούμε πώς θα φύγουν τα παιδιά μας, ίσως κι εμείς μαζί αργότερα, αλλά το βλέπω δύσκολο με αυτή την οικονομική συγκυρία».
Οι βροχές φέτος ήταν λιγότερες από πέρυσι στη Φρίξα. «Αυτό είναι και καλό και κακό», μας λέει. «Καλό γιατί δεν είχαμε πολλά προβλήματα με τις κατολισθήσεις, κακό γιατί δεν ποτίστηκαν όσο έπρεπε οι καλλιέργειες, η γη».
Το λεωφορείο
Στο χωριό λειτουργεί Δημοτικό σχολείο με περίπου 10 παιδιά. Τα μεγαλύτερα παίρνουν κάθε μέρα το λεωφορείο για να φτάσουν στα Κρέστενα.
Αυτό βέβαια όταν ο δρόμος είναι καλός, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα.
«Τη χαριστική βολή δεν μας την έδωσε ο σεισμός. Υπήρξαν βέβαια ζημιές σε σπίτια, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στη μεγάλη φωτιά του 2007. Εκεί τελειώσαμε. Οταν χάνεται το δάσος που σε προστατεύει, τι να κάνεις από εκεί και πέρα. Θα σε παρασύρει το χώμα. Είναι και αργιλώδες το έδαφος εδώ, οπότε αντιλαμβάνεστε για τι πράγμα μιλάμε».
Στο ερώτημά μας τι έχει κάνει η πολιτεία γι' αυτούς τους ανθρώπους, η φωνή του κ. Σεφερλή παίρνει μια χροιά ματαιότητας:
«Σας είπα, έπρεπε να έχουμε φύγει. Δεν ξέρω γιατί δεν φύγαμε όταν έπρεπε. Τι να σου κάνει και η πολιτεία. Σήμερα μίλησα με τον δήμαρχο (σ.σ.: Κρεστένων), μήπως και καταφέρει να εντάξει στο ΕΣΠΑ κάποια έργα αναδόμησης του χωριού. Θα δούμε τι θα γίνει...».
Προς το παρόν, πάντως, τα ειδικά συνεργεία της περιφέρειας και του Δήμου Ανδρίτσαινας-Κρεστένων καταγράφουν τις ζημιές από τον σεισμό, που δεν είναι και λίγες.
Το χωριό μαζί με τα γειτονικά Διάσελλο, Γρύλλο, Γραίκα, τα οποία διαθέτουν πληθώρα παλαιών σπιτιών, αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Το μόνο αισιόδοξο για τους κατοίκους της περιοχής είναι το γεγονός ότι τελειώνει πια ο χειμώνας.
Η Φρίξα χτίστηκε κοντά στα ερείπια της Αρχαίας Φρίξας, πόλης της Μινυακής Εξάπολης, όπου υπήρχε ο περίφημος ναός της Κυδωνίας Αθηνάς, καθώς και η υπόγεια σήραγγα μεγάλου μήκους, που ξεκινά από την κορυφή του λόφου Παλιοφάναρου και κατεβαίνει προς τον Αλφειό ποταμό. Την αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παυσανίας στα «Ηλειακά».