Ο Μάκης Μπαλαούρας, πρόεδρος της διαρκούς επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, μιλά στην «Εποχή» για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, αλλά κυρίως για την πολιτική που πρέπει να χαράξει η κυβέρνηση και τις σχέσεις με την κοινωνία που πρέπει να ανακτήσει.
Συνέντευξη στην Ιωάννα Διαλεισμά
Πολύς λόγος γίνεται για την πορεία της αξιολόγησης. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωσε την περασμένη βδομάδα «καήκαμε αν η αξιολόγηση δεν ολοκληρωθεί έως τα τέλη Φεβρουαρίου». Από την άλλη, γράφεται πως οι θεσμοί ζητούν νέα μέτρα. Ποια η εκτίμησή σου;
Στην Επιτροπή Οικονομικών της περασμένης βδομάδας ο υπουργός Οικονομικών μας ενημέρωσε για την πορεία της διαπραγμάτευσης, όπου ανέφερε και την προσπάθεια που γίνεται να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση σύντομα. Επίσης, δήλωσε ευχαριστημένος από την πορεία των διαπραγματεύσεων, ενώ διευκρίνισε ότι δεν του ζητήθηκαν νέα μέτρα. Είναι προφανές ότι σκληρές νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων ο κ. Σόιμπλε ή το ΔΝΤ θα προσπαθήσουν και πάλι να μας εγκλωβίσουν. Η διαπραγμάτευση είναι και πολιτική και γι’ αυτό παρεμβαίνει ο πρωθυπουργός σε αρχηγούς κρατών. Θεωρώ πως η τελική έκβαση θα είναι θετική, καθώς και η προσφυγική κρίση δεν μπορεί να αφαιρεθεί ως παράγοντας από τις διαπραγματεύσεις.
Μπορεί η επίλυση της προσφυγικής κρίσης να είναι διαπραγματευτικό χαρτί για την κυβέρνηση; Μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται από την άλλη πλευρά με τη συζήτηση που γίνεται περί αποβολής της Ελλάδας από τη Σένγκεν για ένα χρονικό διάστημα.
Αυτή η συζήτηση γίνεται εκ του προχείρου. Αν αποβληθεί η Ελλάδα από τη Σένγκεν το πρόβλημα θα διογκωθεί και αυτό το γνωρίζουν όλοι, γι’ αυτό αυτή η πρόταση υποστηρίζεται μόνο από ακραίες φωνές. Η θωράκιση συνόρων θα προκαλέσει βαθιά ανθρωπιστική κρίση και εντάσεις στα σύνορα, τα οποία δε θα αντέξουν τη πίεση δεκάδων χιλιάδων πεινασμένων ανθρώπων. Επειδή αντιλαμβάνονται οι εταίροι ότι η προσφυγική κρίση είναι υπαρκτό πρόβλημα και πως η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού επωμιζόμενη σχεδόν αυτούσιο το βάρος -ήδη η Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει το κόστος που επωμιζόμαστε στο 600 εκ. με τάση προς το 1 δισ., την ίδια ώρα που η οικονομική κρίση παραμένει βαθιά στην ελληνική κοινωνία- σαφώς θα επικρέμαται και αυτός ο παράγοντας στη διαπραγμάτευση και μάλιστα με θετικό για την Ελλάδα, άρα και ολόκληρη την Ευρώπη, πρόσημο.
Έγιναν λάθη ουσίας και τακτικής
Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολυπληθείς κινητοποιήσεις που γίνονται με αφορμή το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό σύστημα. Την ίδια ώρα, εκπρόσωποι των θιγόμενων κλάδων αρνούνται να προσέλθουν σε διάλογο, αν δεν ξεκινήσει αυτός από μηδενική βάση. Μπορεί η κυβέρνηση να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση;
Νομίζω πως έγιναν λάθη και ουσίας και τακτικής και ελπίζω πως αυτά έγιναν αντιληπτά και δεν θα επαναληφθούν. Λάθη έγιναν, όμως, και από την πλευρά των εκπροσώπων τους που αρνούνται το διάλογο, ακόμα και με τον Πρωθυπουργό. Θεωρώ πως, εφόσον αυτά διορθωθούν, τότε η κυβέρνηση θα μπορέσει να χειριστεί το πρόβλημα που έχει προκύψει, αν και θα αντιμετωπίσει δυσκολίες, που θα μπορούσε να είχε λειάνει.
Πιστεύεις πως ο κόσμος που βγαίνει στους δρόμους έχει απολέσει την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση ή προσπαθεί να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου;
Νομίζω ότι ο κόσμος, παρότι στηρίζει ακόμα τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει αρχίσει και προβληματίζεται έντονα. Ο λόγος που ακόμα δείχνει εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ είναι γιατί πιστεύει στις προθέσεις του, ότι δεν έχει δείξει σημάδια διαφθοράς, ούτε έχει μπει στο κάδρο των προηγούμενων πολιτικών δυνάμεων. Επίσης, αντιλαμβάνεται πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Επομένως είναι έντονα δυσαρεστημένος ο κόσμος, αλλά δεν νομίζω ότι είναι σε κατάσταση σύγκρουσης ή απέχθειας απέναντι στην κυβέρνηση. Την ημέρα της απεργίας είδαμε στους δρόμους πολύ κόσμο, και σωστά βγήκαν για να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους, όμως δεν διακρίνω κινηματικές διαδικασίες ανατροπής, όπως είχαμε ζήσει το προηγούμενο διάστημα με άλλες κυβερνήσεις. Ο κόσμος ακόμα πιστεύει ότι εμείς μπορούμε να ασκήσουμε πολιτικές εντός του πλαισίου του άδικου και κακού μνημονίου που μας επιβλήθηκε.
Η επίθεση από τα ΜΜΕ
Σαφώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κατηγορηθεί για εμπλοκή με τη διαφθορά. Θεωρείς όμως ότι ένα χρόνο τώρα έχουν γίνει αποτελεσματικά βήματα για την αντιμετώπισή της;
Δυστυχώς, δεν έχουμε κυνηγήσει ακόμα αποτελεσματικά τη διαφθορά. Σαφώς έχουν γίνει πολύ σημαντικές κινήσεις, με αποτέλεσμα ορισμένοι άνθρωποι που φοροδιέφευγαν να έχουν υποχρεωθεί να πληρώσουν, όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι και γρήγορα να φτιαχτεί η ηλεκτρονική υποδομή ελέγχου, που καμία άλλη κυβέρνηση δεν φρόντισε να οργανώσει, για να γίνεται εύκολη διασταύρωση στοιχείων. Από την άλλη, θεωρώ ακατανόητη την καθυστέρηση σε υποθέσεις διαφθοράς που είναι ήδη γνωστές και ενδεχομένως να έχουν ολοκληρωθεί τα πορίσματα.
Παρά ταύτα γίνεται καθημερινά προσπάθεια ταύτισης του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαφθορά, είτε με δημοσιεύματα που αφορούν προσλήψεις και υπονοούν οικογενειοκρατία είτε με άλλα που αφορούν κυβερνητικά στελέχη και υπονοούν διαπλοκή.
Αυτά είναι αστειότητες. Ο μόνος λόγος που το κάνουν τα ΜΜΕ είναι γιατί θίγονται από το νέο νόμο περί αδειοδοτήσεων των τηλεοπτικών καναλιών. Όμως, εδώ έχουμε και εμείς ένα μερίδιο ευθύνης. Έπρεπε το θέμα τον καναλιών να έχει κινηθεί και ολοκληρωθεί ήδη από την πρώτη μας θητεία, τότε που δεν είχαμε μνημόνιο και δεν ήμασταν δέσμιοι, ενώ υπήρχε συντριπτική λαϊκή στήριξη. Δυστυχώς, έγιναν και εκεί λάθος χειρισμοί. Από εκεί και πέρα, στόχος τους ήταν και είναι να αποδομήσουν το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, όμως αυτό δεν το καταφέρνουν. Από την άλλη, θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο από τα πραγματικά προβλήματα, κάνοντας λόγο για μαζικές προσλήψεις κ.λπ. Ακόμα και όταν δίνονται στοιχεία που διαψεύδουν το όποιο σενάριο χτίζουν στα τηλεοπτικά πάνελ, τα αποσιωπούν, την ίδια ώρα που αποσιωπούν όσα θετικά για το λαό μέτρα παίρνει η κυβέρνηση.
Την ερχόμενη βδομάδα αναμένεται να ψηφιστεί ένα μέρος του παράλληλου προγράμματος. Αυτό δείχνει τη διαφορετική πολιτική που επιδιώκει να χαράξει η κυβέρνηση;
Είναι πολύ σημαντικό, καθώς θα φέρει ανακούφιση σε χιλιάδες κόσμου. Όμως, δεν αρκεί το παράλληλο πρόγραμμα για να αλλάξουμε όσα έχτιζαν οι άλλοι επί δεκαετίες. Για παράδειγμα, το τέρας της γραφειοκρατίας βρυχάται ακόμα και είναι εξίσου ισχυρό και εμείς πρέπει να λάβουμε μέτρα να το καταπολεμήσουμε. Φανταστείτε πως υπήρχε ανάγκη ενός φύλακα στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα στην Ανδρίτσαινα Ηλείας, ο οποίος ήταν κλειστός επειδή συνταξιοδοτήθηκε ο προηγούμενος φύλακας. Με παρέμβασή μου εκδίδεται απόφαση στις 15 Οκτωβρίου από τα αρμόδια υπουργεία για την πρόσληψη ενός φύλακα, μέσω των επιτυχόντων του ΑΣΕΠ. Η πρόσληψη όμως έγινε μόλις... την περασμένη Τρίτη, εξαιτίας της γραφειοκρατίας.
Να συναντηθούμε με την κοινωνία
Ασκείς κριτική σε κινήσεις της κυβέρνησης. Μια από τις αποστροφές κυβερνητικών στελεχών μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου ήταν «και τώρα κυβερνάμε». Θεωρείς πως η κυβέρνηση έχει αναλάβει τα ινία ή περιορίζεται ακόμα στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης;
Υπάρχουν ελλείμματα ως προς τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Έως το καλοκαίρι, πολλοί έλεγαν πως δεν ήταν δυνατόν να κυβερνήσουμε εν μέσω διαπραγμάτευσης. Όμως, θεωρώ πως η διαπραγμάτευση αφορά λίγα υπουργεία και οι υπόλοιποι έπρεπε να κυβερνήσουν. Από εκεί και πέρα, έπρεπε ήδη να λειτουργούν οι σύνδεσμοι μεταξύ κυβέρνησης-κόμματος, κυβέρνησης-βουλευτών και βουλευτών-κόμματος. Οι βουλευτές δεν είναι χειροκροτητές ούτε για να σηκώνουν το χέρι τους σε κάθε ψηφοφορία. Η κοινοβουλευτική ομάδα αποτελείται από αξιόλογους ανθρώπους, βγαλμένους από τα κινήματα και πρέπει να έχουμε και εμείς λόγο στα σχέδια νόμου και όχι να τρέχουμε τελευταία στιγμή με τροπολογίες να διορθώσουμε λάθη, που έγιναν από άγνοια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πάντα μέσα στα κινήματα. Θεωρείς ότι έχει χάσει την επαφή που είχε με τον κόσμο;
Κινδυνεύει. Το κόμμα πρέπει να ξεκαθαρίσει τη σχέση του με την κυβέρνηση, να ξεχυθεί στη κοινωνία και να εμπλουτίσει τις οργανώσεις του. Και η κυβέρνηση πρέπει να συναντηθεί ξανά με τον κόσμο. Να συζητήσουμε, ακόμα και αν διαφωνούμε. Δυστυχώς, η Βουλή συνεδριάζει συνεχώς, όμως πρέπει να προβλεφθεί ο χρόνος και να οργανωθούν ενημερώσεις των συντρόφων μας, αλλά και της κοινωνίας. Ήμασταν πάντα στους δρόμους, τους χώρους εργασίας, τα σχολεία, τις σχολές και τις γειτονιές και εκεί πρέπει να επιστρέψουμε, για να χτίσουμε κοινωνικές συμμαχίες. Αλλά αυτό πρέπει να σχεδιαστεί, κυρίως από το κόμμα και να μην γίνεται αποσπασματικά.