Το αποκαλούν «κρέας του φτωχού», επειδή οι παλαιότεροι το έτρωγαν λόγω της υψηλής περιεκτικότητας των καρπών του σε πρωτεΐνη -φτάνει μέχρι και 44%- ενώ σήμερα το λούπινο (περί ου ο λόγος) έρχεται να δώσει λύση στα αυξημένα έξοδα των κτηνοτρόφων σε ζωοτροφές.
Το λούπινο αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια κτηνοτροφικού ψυχανθούς για την ελληνική ύπαιθρο και την ελληνική κτηνοτροφία, συγκαταλέγεται στις εύκολες καλλιέργειες με χαμηλό κόστος παραγωγής, ενώ αποτελεί και μια κερδοφόρα καλλιέργεια για τον παραγωγό, όπως εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωπόνος-συγγραφέας, Κάσσανδρος Γάτσιος.
Μπορεί, σήμερα, να είναι ελάχιστα τα στρέμματα που καλλιεργούνται στη χώρα μας, αλλά η οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με τα προωθούμενα μέτρα στον αγροτικό χώρο, αυξάνουν την ανάγκη για μείωση του κόστους παραγωγής και την καλλιέργεια προϊόντων που θα απορροφηθούν άμεσα στην εσωτερική αγορά.
"Οι δυνατότητες του πρωτογενούς τομέα είναι τεράστιες" επανέλαβε ο κ. Γάτσιος, προσθέτοντας ωστόσο ότι "ο μικρός γεωργικός κλήρος στη χώρα μας, η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού σε βάθος 10ετίας τουλάχιστον, αλλά και ισχυρών ομάδων παραγωγών, όπως και η μη επαρκής λειτουργία υπηρεσιών σε επίπεδο πολιτείας, που θα μπορούσαν να πιάσουν από το χέρι τον αγρότη και να τον καθοδηγήσουν, φρενάρουν σημαντικά τον κλάδο".
Καθαρό εισόδημα 400 ευρώ/στρέμμα και ...αποδόσεις
Το λούπινο είναι ένα φυτό γνωστό από την αρχαιότητα, που επανέρχεται και πάλι δυναμικά στο διατροφικό προσκήνιο, και η καλλιέργειά του κερδίζει έδαφος πανευρωπαϊκά. Από τον καρπό του μπορεί να παραχθεί αλεύρι αλλά και λάδι, ενώ πολλές είναι και οι θεραπευτικές του ιδιότητες. Το φυτό είναι γνωστό εδώ και 3.000 χρόνια στην περιοχή της Μεσογείου. Στην Ελλάδα θεωρείται κυρίως κτηνοτροφικό φυτό και πολύ ευτελές και φτωχικό φαγητό, το οποίο εγκαταλείφθηκε με την πάροδο των χρόνων και αντικαταστάθηκε από την εισαγόμενη σόγια, η οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι μεταλλαγμένη.
Η ζήτηση για λούπινο αυξάνεται, κυρίως στην Ευρώπη, και η καλλιέργειά του μπορεί να αποφέρει ένα σημαντικό εισόδημα και συγκεκριμένα ακαθάριστο ετήσιο εισόδημα ύψους 300-500 ευρώ/στρέμμα, με το καθαρό εισόδημα να υπολογίζεται σε 200-400 ευρώ/στρέμμα.
Η παραγωγή του λούπινου εξαρτάται από την ποικιλία, τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, την εποχή σποράς, την πυκνότητα φύτευσης κ.λπ. Η όψιμη φθινοπωρινή σπορά, όπως επίσης και η έλλειψη εδαφικής υγρασίας από την άνθιση και μετά, επηρεάζουν αρνητικά τις αποδόσεις. Οι ποικιλίες του λευκού λούπινου αποδίδουν από 240 έως και 450 κιλά/στρέμμα, με τις αποδόσεις της ποικιλίςας Multitalia για τα ελληνικά δεδομένα να κυμαίνονται από 130 μέχρι και 300 κιλά.στρέμμα, ανάλογα τις εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Το λούπινο είναι ένα ποώδες φυτό, ετήσιο, ορθόκλαδο. Έχει ριζικό σύστημα που αναπτύσσει διακλαδώσεις και μία κεντρική κατακόρυφη ρίζα. Τα φύλλα των λούπινων είναι σύνθετα παλαμοειδή, τα δε φυλλάριά τους εκπτύσσονται κυκλικά γύρω από την άκρη του μίσχου. Τα άνθη του μπορεί να έχουν λευκό, κίτρινο, κυανό, μαργαριτώδες χρώμα και εκπτύσσονται επάκρια σε βότρεις. Τα άνθη του φέρουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανθέων των ψυχανθών. Τα λούπινα είναι φυτά αυτογόνιμα, αλλά μπορούν να σταυρογονιμοποιηθούν, με τη βοήθεια των εντόμων.
Οι "γλυκές" και "ημίγλυκες" ποικιλίες λούπινου καλλιεργούνται σε Αυστραλία, Γαλλία, Πολωνία και τη Χιλή σαν βασική πηγή πρωτεΐνης στις ζωοτροφές, καθώς ο καρπός περιέχει μέχρι και 44% πρωτεΐνη ανάλογα με το είδος, την ποικιλία και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Στην Ελλάδα, παλαιότερα, καλλιεργούνταν κυρίως το λευκό, ντόπιο, πικρό λούπινο όπου ύστερα από την κατάλληλη αποπίκρινση καταναλωνόταν από ανθρώπους και ζώα. Η καλλιέργεια, όπως εξήγησε ο κ. Γάτσιος, γινόταν κυρίως σε Πελοπόννησο, Κρήτη και Αιτωλοακαρνανία.
Σήμερα, η καλλιέργειά του επανέρχεται με εισαγόμενες (κυρίως από Ιταλία) και λιγότερο πικρές ποικιλίες ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα.
Εύκολη καλλιέργεια με χαμηλό κόστος
"Το λούπινο είναι εύκολη καλλιέργεια χαμηλού κόστους, με τέτοια περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη που μπορεί επάξια να αντικαταστήσει τη σόγια στο σιτηρέσιο των ζώων και να εξασφαλίσει αυτάρκεια στην ελληνική κτηνοτροφία" είπε ο κ. Γάτσιος.
Το χαρακτηριστικό των λούπινων είναι ότι είναι ευαίσθητα στην υψηλή περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο. Σε εδάφη με περιεκτικότητα σε ασβέστιο μεγαλύτερη του 5%, η καλλιέργειά τους είναι προβληματική. Τα εδάφη που είναι κατάλληλα είναι αυτά που έχουν ρΗ 5-7.
Τα λούπινα δεν απαιτούν πολύ γόνιμα εδάφη, αλλά μπορούν να καλλιεργηθούν σε φτωχά, αμμώδη. Τις καλύτερες αποδόσεις τις δίνουν σε αμμοπηλώδη εδάφη.
Σε περιοχές που καλλιεργούνται για πρώτη φορά τα λούπινα, θα πρέπει να γίνεται ο εμβολιασμός του εδάφους με τα κατάλληλα αζωτοβακτήρια, ώστε τα φυτά να προσλαμβάνουν τις απαραίτητες ποσότητες αζώτου που έχουν ανάγκη.
Για την καλλιέργειά τους ακολουθείται η εξής διαδικασία: γίνεται η ίδια κατεργασία του εδάφους που γίνεται και για τα άλλα ετήσια φυτά, δηλαδή ένα όργωμα και ένα φρεζάρισμα. Στη συνέχεια γίνεται η σπορά του σπόρου και μία ελαφρά επικάλυψη του σπόρου με μία σβάρνα. Η λίπανση που απαιτείται στην καλλιέργεια των λούπινων, επειδή είναι φυτά που ανήκουν στα ψυχανθή, αφορά τη λίπανση με φωσφόρο και κάλιο, επειδή το φυτό αυτό έχει μεγάλες ανάγκες στα στοιχεία αυτά. Επειδή όμως το ριζικό του σύστημα είναι εκτεταμένο, μπορεί να προμηθεύεται τον φωσφόρο και το κάλιο από βαθύτερα σημεία του εδάφους, με αποτέλεσμα η λίπανσή του με λιπάσματα να γίνεται με μέτριες ποσότητες φωσφόρου και καλίου. Γενικά θα πρέπει να αποφεύγονται τα λιπάσματα που περιέχουν ασβέστιο. Τα λούπινα είναι επίσης ευαίσθητα στην έλλειψη μαγγανίου.
Η πικράδα του καρπού οφείλεται σε ορισμένες αλκαλοειδείς ουσίες, οι οποίες είναι τοξικές για τον άνθρωπο και τα ζώα και για αυτό συνιστάται ξεπίκρισμα πριν τη χρήση. Παλαιότερα, ξεπίκριζαν το λούπινο με εμβάπτιση στη θάλασσα ή με καβούρδισμα. Ο καρπός του λούπινου αποτελεί επίσης πλούσια πηγή ασβεστίου, σιδήρου, μαγνησίου και φωσφόρου.
Ιστορικά στοιχεία
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η καλλιέργεια του λούπινου στην αρχαιότητα ξεκίνησε από την Αίγυπτο (Zoukovsky 1923). Όμως πιθανότερο είναι το λευκό λούπινο να καλλιεργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα (Kurlovich, 2002), όπου υπάρχουν οι περισσότερες ποικιλίες του φυτού σε άγρια μορφή μέχρι σήμερα. Ένα άλλο είδος λευκού λούπινου που αυτοφύεται στη Βαλκανική χερσόνησο είναι το ssp. termis (Θέρμος ο ήμερος).
Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα λούπινα ως τροφή όπως γίνεται ακόμη και σήμερα σε διάφορες χώρες. Ο Θεόφραστος ονόμασε το βότανο θέρμος. Ο Διοσκουρίδης το αποκαλούσε θέρμος ο ήμερος και ξεχώριζε δύο είδη λούπινα. Το γλυκό και το πικρό στα οποία απέδιδε θρεπτικές ιδιότητες.
Οι ωχροκίτρινοι καρποί σύμφωνα με τον Λουκιανό, ήταν απαραίτητο μέρος των δείπνων της Εκάτης, της θεάς "των νυκτίων φαντασμάτων", ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσαν και την ειδική τροφή των επισκεπτών του Νεκρομαντείου του Αχέρωνα, σαν προετοιμασία για την επικοινωνία τους με τους νεκρούς. Τα σπέρματά τους ήταν ακόμη γνωστή τροφή των Κυνικών Φιλοσόφων και δίνοντας ως τράγημα (επιδόρπια) στα συμπόσια. Ο Φλωρεντίνος αναφέρει ότι είναι ωφέλιμα γιατί περιέχουν άζωτο και καθιστούν τα χωράφια γόνιμα. Και αυτό είναι σωστό, γιατί το λούπινο τραβά άζωτο από την ατμόσφαιρα το οποία χρησιμοποιεί αλλά και αποθηκεύει στις ρίζες του.
Εδώ και χιλιάδες χρόνια το βότανο έχει χρησιμοποιηθεί εσωτερικώς χωρίς να αφαιρεθεί η πικρότητά του ως ελμινθοκτόνο. Το άλευρό τους χρησιμοποιήθηκε σαν διαλυτικό, μαλακτικό και καταπραϋντικό, σε τοπικά καταπλάσματα. Το αφέψημα τους χρησιμοποιήθηκε σε καταπλάσματα, πλύσεις, πυριάματα (θερμικά επιθέματα). Χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία κατά χρόνιων δερματικών παθήσεων όπως εκζέματα , λειχήνες κ.α. Τα καβούρδιζαν όπως τον καφέ και τα έπιναν με νερό γιατί πίστευαν ότι θεράπευαν στομαχικά και αρθριτικά νοσήματα. Επίσης τα έπαιρναν για προβλήματα λευκωματουρίας και διαβήτη.
Στα Χανιά λούπινα φύονται πολλά στην περιοχή του Αποκόρωνα. Παλαιότερα τα θεωρούσαν πολύ καλό μεζέ για τη ρακί. Τους καρπούς τους αποκαλούσαν στη Δυτική Κρήτη λιμπίνους, στην κεντρική Κρήτη λουμπούνους ή λουμπούνια. Τα λούπινα βέβαια είναι πικρά και η διαδικασία για το ξεπίκρισμα τους ήταν απαραίτητη. Αυτό γινόταν ως εξής. Τα έβαζαν από βραδύς στο νερό και φούσκωναν. Το πρωί τα ζεμάτιζαν σε μεγάλες χύτρες 2 με 3 φορές. Τα άφηναν να κρυώσουν και μετά τα έβαζαν σε κρύο νερό που το άλλαζαν μέχρι και τρεις φορές την ημέρα για μία βδομάδα τουλάχιστον.
Στην περιοχή της Μεσσαράς φυτρώνουν και αγριολουμπούνια τα οποία δεν τρώγονται ούτε από τα ζώα. Στην Κρήτη απέδιδαν στα λούπινα ιδιότητες ελμινθοκτόνες και αντιδιαβητικές. Παλαιότερα κατά την περίοδο των δύο πολέμων καβουρδισμένα με σιτάρι ή κριθάρι αντικατέστησαν τον καφέ όταν υπήρχε έλλειψη.