Η Εθνική Τράπεζα προχώρησε στην πώληση της τουρκικής θυγατρικής της σε μία δύσκολη συγκυρία για τη χώρα και το τραπεζικό της σύστημα, όπως αυτό αποτυπώνεται και στις δηλώσεις του Διευθύνοντος Συμβούλου της τράπεζας κ. Φραγκιαδάκη, καθώς ανέφερε ότι «έπειτα από σχεδόν 10 χρόνια επιτυχούς παρουσίας στην Τουρκία, η ΕΤΕ αποεπενδύει από τη Finansbank ώστε να πραγματοποιήσει τη δέσμευσή της προς τους μετόχους της και τις ευρωπαϊκές αρχές».
Έτσι, μετά τις σχετικές εγκρίσεις των εποπτικών αρχών, θα περάσει στην Qatar National Bank ο έλεγχος του 99,81% των μετοχών της Finansbank έναντι 2,75 δισ. ευρώ. Η ολοκλήρωση της Συναλλαγής υπόκειται στην έγκριση των εξής φορέων: (i) του Εποπτικού Φορέα των Τουρκικών Τραπεζών (BRSA), (ii) της Κεντρικής Τράπεζας του Κατάρ, (iii) του Συμβουλίου Ανταγωνισμού της Τουρκίας, (iv) της Επιτροπής της Τουρκικής Κεφαλαιαγοράς και (v) του Τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών.
Αξίζει επίσης να τονιστούν τα εξής σημεία:
- Αντίθετα με όλες τις άλλες παρουσίες στα Βαλκάνια που ήταν σχετικά μικρές με το μέγεθος της μητρικής ΕΤΕ, η Finansbank προσέφερε μεγάλη παρουσία, σημαντική κερδοφορία και ανάπτυξη σε συστημική χώρα που έδινε σημαντική διεθνή υπόσταση και αναγνώριση στην ΕΤΕ.
- Όπως ακριβώς και στα Βαλκάνια, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας επέβαλε τη διακράτηση και κεφαλαιοποίηση των κερδών στη χώρα, για στήριξη της ισχυρής ανάπτυξης. Επιπλέον, ποτέ δεν έλαβαν οι ελληνικές μητρικές μερίσματα στην Ελλάδα, αλλά η κερδοφορία μετρούσε στους ενοποιημένους ισολογισμούς των τραπεζών. Στη περίπτωση της ΕΤΕ η κερδοφορία της Finansbank στήριξε για πολλά χρόνια τα ενοποιημένα οικονομικά της αποτελέσματα, αυξάνοντας παράλληλα με τα ετήσια κέρδη, την ενοποιημένη καθαρή θέση (κεφαλαίων) του Ομίλου.
- Ούτως ή άλλως οι Ελληνικές τράπεζες από τότε που έλαβαν τη βοήθεια του πακέτου Αλογοσκούφη, δεν τους επέτρεπαν να δίνουν μερίσματα, οπότε η μη λήψη μερισμάτων από την Τουρκία (και βέβαια από τα Βαλκάνια) δεν είχε καμία πρακτική σημασία καθώς δεν μείωνε τη δυνατότητα πληρωμής μερίσματος.
- Στη σημερινή συγκυρία μιας τέτοιας κρίσης και με επιτακτική ανάγκη κεφαλαίων (και) για αποπληρωμή της κρατικής βοήθειας, σίγουρα μια επένδυση στη Τουρκία όσο επιτυχημένη και να είναι, δεν μπορεί να θεωρηθεί στρατηγικής σημασίας, λένε αναλυτές. Οπότε, τραπεζικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η πώληση της Finansbank είναι καταρχήν σωστή. Ιδίως, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή συγκυρία, όσον αφορά την Τουρκία για την επόμενη διετία ή τριετία.
- Με την πώληση αυτή, η Εθνική Τράπεζα στην ουσία προ-εισπράττει τα κέρδη περίπου 9 με 10 ετών από την Finansbank. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το παρελθόν υπήρξαν άλλες εποχές που θα μπορούσε να εισπράξει μεγαλύτερο τίμημα.
- Μετά την πώληση, η διαχείριση των κεφαλαίων αποκτά ιδιαίτερη σημασία όπως και η συνολική διοίκηση της τράπεζας όσον αφορά την εκτέλεση του προγράμματος αναδιάρθρωσης της τράπεζας προκειμένου να μην εγγράφει ζημίες και αναγκαστεί να απομειώσει τα κεφάλαια που εισέπραξε.
Οι δύο τράπεζες που εκδήλωσαν ενδιαφέρον
Δεσμευτικές προσφορές για την εξαγορά της Finansbank κατέθεσαν οι δύο τράπεζες Qatar National Bank και Garanti Bank, με έδρες το Κατάρ και την Τουρκία αντίστοιχα. Η εξέταση των δεσμευτικών προσφορών έγινε χθες από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΕ.
Ο κ. Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, τόνισε επίσης ότι «με την ολοκλήρωση της συναλλαγής αυτής, η ΕΤΕ θα είναι η ισχυρότερη τράπεζα στην ελληνική τραπεζική αγορά από πλευράς κεφαλαίων και ρευστότητας. Στόχος μας είναι να κατευθύνουμε, από νέα βάση, τους πόρους μας προς την ανάταση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Χαίρομαι που ο νέος ιδιοκτήτης της Finansbank, η Εθνική Τράπεζα του Κατάρ, έχει μακροπρόθεσμο στρατηγικό ενδιαφέρον για την Τουρκία, και θα συνεχίσει να αναπτύσσει και να ενισχύει την τράπεζα».
Η πώληση της Finansbank είναι στρατηγική επιλογή της ΕΤΕ που βασίστηκε σε προσεκτική ανάλυση των χρηματοοικονομικών δεδομένων και αξιολόγηση της Τουρκικής αγοράς.
Η ολοκλήρωση της συμφωνίας σε τιμή που κινείται στο επίπεδο της λογιστικής αξίας της τράπεζας (book value) είναι απολύτως ικανοποιητική βάσει και της αρχικής στοχοθεσίας της Τράπεζας, καθώς:
- προσφέρει σημαντική ρευστότητα ύψους €3.5 δισεκ., η οποία θα διοχετευθεί προς τη χρηματοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών
- θωρακίζει τη φερεγγυότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια της ΕΤΕ
- η διοίκηση της Εθνικής κινείται αποφασιστικά ώστε να είναι συνεπής στις δεσμεύσεις της στους μετόχους της και τις Ευρωπαϊκές αρχές
- επιτρέπει στην ΕΤΕ να παραμείνει προσηλωμένη στους στόχους της στρατηγικής που έχει καταρτίσει για την αναπτυξιακή πορεία της ίδιας, αλλά και την ενίσχυση της Ελληνικής οικονομίας
Πιο συγκεκριμένα, με την ολοκλήρωση της συναλλαγής η ΕΤΕ θα μπορέσει να:
- Προχωρήσει με την αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους των CoCos ύψους €2 δισ., κίνηση που θα αποφέρει ωφέλειες ύψους περίπου €150 εκατ. σε ετήσια βάση.
- Δρομολογήσει την αποπληρωμή «ακριβών» Pillar 2 bonds (μη καλυμμένες ομολογίες που φέρουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου) και να αποδεσμευτεί σταδιακά από τον ELA, γεγονός που θα εξασφαλίσει σημαντική ευελιξία και ενισχυμένη κερδοφορία για την ΕΤΕ (περίπου €100 εκατ. άμεσο όφελος σε ετήσια βάση)
- Αποπληρώσει σημαντικό ποσοστό των κρατικών ενισχύσεων που έχει λάβει το τελευταίο διάστημα, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της διοίκησης στο κατατεθειμένο και εγκεκριμένο capital plan
- Βελτιώσει τους βασικούς χρηματοοικονομικούς της δείκτες
Συγκριτική αποτύπωση αξίας διαπραγμάτευσης (τιμή/ προς λογιστική αξία) Τουρκικών Τραπεζών
- Παράγοντες που έχουν επηρεάσει την τοπική αγορά στην Τουρκία
- Πολιτική αβεβαιότητα με τη διεξαγωγή 2 συνεχόμενων εθνικών εκλογών μέσα σε μόλις 6 μήνες (Ιουν & Νοε 2015)
- Εντάσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία και κρίση της Συρίας
- Αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο των Τραπεζών που είχαν αντίκτυπο στην κερδοφορία:
- Ανώτατα όρια χορηγήσεων σε πιστωτικές κάρτες και λογαριασμούς υπερανάληψης
- Αύξηση στο ελάχιστο υποχρεωτικό ποσοστό ρευστών διαθεσίμων (reserve requirement ratios)
- Αύξηση προβλέψεων και χρήσης κεφαλαίων σε καταναλωτικά δάνεια
Διακύμανση χρηματοοικονομικού δείκτη τραπεζών Τουρκίας
Η αστάθεια στην οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, έφερε έντονες διακυμάνσεις των βασικών μακροοικονομικών δεικτών και σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξής της που δεν αναμένεται να ανακάμψει.