Για το ζήτημα που ανέκυψε με τις δηλώσεις του υπουργού Πολιτισμού Α. Μπαλτά, σχετικά με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, μίλησε ο βουλευτής Ηλείας Κώστας Τζαβάρας, προσκεκλημένος του Παύλου Τσίμα και της εκπομπής «Ημερολόγιο» στο ραδιόφωνο του Σκάι, ειδικά λόγω και της ιδιότητάς του ως πρώην υπουργού Πολιτισμού. Όπως σημείωσε ο Κώστας Τζαβάρας, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του παρατήρησε ότι κάθε υπουργός είχε και μια διαφορετική αντίληψη και θέση για τον τρόπο που θα έπρεπε να χειριστεί αυτό το εθνικό ζήτημα μείζονος σημασίας. Προκειμένου να δημιουργηθεί μια σταθερή εθνική γραμμή χειρισμού αυτού του θέματος – πράγμα το οποίο και επετεύχθη – συνέστησε μια Συμβουλευτική Επιτροπή για τον χειρισμό του επαναπατρισμού των Μαρμάρων του Παρθενώνα, με επικεφαλής τον διαπρεπή και κοινής αποδοχής νομομαθή κ. Χριστόφορο Αργυρόπουλο, πρόεδρο του Ιδρύματος «Μελίνα Μερκούρη» και μέλη την κα Ε. Σταματούδη, διευθύντρια του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας και διδάκτορα με ειδίκευση στην επιστροφή πολιτιστικών αγαθών, την κα Μ. Βλαζάκη τότε Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και νυν Γενική Γραμματέα του ΥΠ.ΠΟ. και έναν πρέσβη καθ’ υπόδειξη του ΥΠ.ΕΞ., με ειδίκευση στο ζήτημα. Στο σχόλιο του Π. Τσίμα ότι η Επιτροπή αυτή συστηνόταν για πρώτη φορά και ότι έως τότε κάθε υπουργός και κάθε κυβέρνηση είχε την δική της αντίληψη επί του ζητήματος των Μαρμάρων, ο Κώστας Τζαβάρας σχολίασε ότι ένα εθνικό ζήτημα είχε μετατραπεί σε επικοινωνιακή μάχη, με πρωταρχικό στόχο την προσωπική προβολή και δευτερευόντως το ζήτημα αυτό καθ΄ αυτό.
Δεν υπάρχει ασφαλής νομική βάση για την διεκδίκηση των Μαρμάρων
Αναφορικά με τις δηλώσεις Μπαλτά, ο Κώστας Τζαβάρας παρατήρησε ότι ο νυν υπουργός έκανε ένα σωστό και ένα λάθος. Εκτιμά ότι έπραξε ορθά αποσύροντας την υπόθεση της διεκδίκησης από το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, γιατί ο κίνδυνος που υπήρχε ήταν το Ελληνικό Κράτος να βρεθεί αντιμέτωπο με απαιτήσεις υπέρογκων αμοιβών, καθώς οι αμοιβές των δικηγόρων στις υποθέσεις αυτές καθορίζονται με αναλογικό τρόπο, με ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου, όπου εν προκειμένω αυτή είναι ανυπολόγιστη. Το κυριότερο όμως είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ασφαλής νομική βάση για την διεκδίκηση. Είναι δεδομένο ότι όλες οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν σχέση με τον επαναπατρισμό των πολιτιστικών αγαθών χρονολογούνται μετά το 1970, με πρώτη τη Διεθνή Σύμβαση των Παρισίων, η δε Ελλάδα θέτει ένα ζήτημα σε χρόνο που ανάγεται 100 και πλέον χρόνια πριν από το 1970 και επομένως με επισφαλή νομική βάση. Υπέρ της προσπάθειάς μας έχουμε τις γενικές και θεμελιώδεις αρχές του δικαίου και της ηθικής που διαπνέουν όλη τη διεθνή νομοθεσία και επιβάλουν – αυτό είναι το μεγάλο μας επιχείρημα – την επιστροφή των Μαρμάρων, για να ενωθούν με το συνολικό μνημείο, από το οποίο αποσπάστηκαν βιαίως και να τοποθετηθούν στο φυσικό, ιστορικό και πολιτιστικό χώρο που διάλεξε ο δημιουργός τους να το τοποθετήσει. Θα πρέπει επάνω σε αυτές τις αρχές που όλοι σέβονται και αναγνωρίζουν να οργανώσουμε τον αγώνα μας στο διπλωματικό πεδίο και στον τομέα της ευαισθητοποίησης της διεθνούς κοινής γνώμης, αξιοποιώντας και τις υπάρχουσες σε αρκετές χώρες και στη Μεγάλη Βρετανία εθνικές επιτροπές για την επιστροφή των Μαρμάρων. Και ας μην ξεχνάμε και την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για τον επαναπατρισμό της πολιτιστικής κληρονομιάς με ειδική αναφορά για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που είναι κορυφαίο μνημείο της οικουμενικής πολιτιστικής κληρονομιάς και η οποία λαμβάνεται σε τριετή βάση, έπειτα από πρωτοβουλία της χώρας μας.
Πολιτική «γκάφα» του υπουργού κ. Μπαλτά η δήλωση ότι θα χάναμε τη δίκη
Κατά τον Κώστα Τζαβάρα αυτό που δεν έπρεπε να πει ο αρμόδιος υπουργός είναι το σχόλιο για την δίκη που θα έχανε η Ελλάδα και τα περί ζαριάς. Το ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα δεν μπορεί, τουλάχιστον με τα προσφερόμενα μέσα και τα στοιχεία, να συγκροτηθεί σε δικαστική υπόθεση, ενώ παράλληλα όμοια κορυφαίο θα ήταν και το ζήτημα της επιλογής του δικαστηρίου που πιθανόν θα επιλεγόταν για την δικαστική επίλυση. Πρώτον, γιατί δεν υπάρχει διεθνές δικαστήριο, το οποίο να δικάζει υποθέσεις πολιτιστικών διαφορών και δεύτερον θα πρέπει να διαλέξουμε ή τα δικαστήρια της Μεγάλης Βρετανίας, όπου είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να έχουμε καμία τύχη, ή τα δικά μας δικαστήρια ή τα δικαστήρια τρίτης χώρας. Η δεύτερη και η τρίτη επιλογή εγκυμονούν τον εξής κίνδυνο: Η Αγγλία ως κυρίαρχο κράτος και με δεδομένο τον θεσμό της ετεροδικίας, υπάγεται και υπόκειται μόνο στις αποφάσεις των δικαστηρίων της επικράτειάς της. Θα μπορούσε το Ελληνικό Δημόσιο να προσφύγει και στο Πρωτοδικείο Αθηνών, λαμβάνοντας μια ευνοϊκή απόφαση την οποία όμως δεν θα αναγνώριζε ποτέ η Μεγάλη Βρετανία. Η άλλη περίπτωση τέλος, θα ήταν να προσφύγουμε σε ένα δικαστήριο της Αμερικής, παραδείγματος χάριν, με τον κίνδυνο όμως ο δικαστής να έβγαζε μια αρνητική απόφαση, η οποία θα μας δέσμευε στο διηνεκές και θα έδινε το δικαίωμα στη Μεγάλη Βρετανία να πει ότι κρίθηκε η υπόθεση οριστικά.
Άρα επομένως, καλώς αφαιρέθηκε η υπόθεση της διεκδίκησης από το δικηγορικό γραφείο και τα δικαστήρια, αποτελεί όμως πολιτική «γκάφα» να πει ο υπουργός ότι θα έχανε η χώρα την δίκη. Ο Κώστας Τζαβάρας κατέληξε σημειώνοντας ότι αν έκαναν τον κόπο ο αρμόδιος υπουργός και οι συνεργάτες του να δουν το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής που ο ίδιος συνέστησε, θα έβλεπαν ότι αυτό το οποίο συνιστούσε ήταν ότι η υπόθεση των Μαρμάρων του Παρθενώνα δεν προσφέρεται για δικαστική διεκδίκηση. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι όποιος αναλαμβάνει μια δημόσια θέση δεν φροντίζει να αξιοποιήσει και να προχωρήσει ότι θετικό έχει γίνει από τους προκατόχους του. Αυτός ο εγωκεντρισμός που υπάρχει στην πολιτική, είτε είναι ναρκισσισμός είτε αδιαφορία, δεν έχει ωφελήσει τη χώρα.
↧
Τζαβάρας: Η υπόθεση της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα δεν προσφέρεται για δικαστική διεκδίκηση
↧