Ο σκηνοθέτης της ταινίας "Ουζερί Τσιτσάνης" Μανούσος Μανουσάκης παρουσίασε χθες στον Ορφέα Πύργου την νέα του ταινία
Γράφει η Ελένη Παπαδοπούλου
Το “Ουζερί Τσιτσάνης” δεν είναι μία πολιτική ταινία αν και θίγει σοβαρά θέματα όπως την ανάπτυξη του νεοναζισμού και του ρατσισμού που και σήμερα στέκονται απειλητικά πάνω από την Ευρώπη, είναι κυρίως μία ερωτική ταινία και η παρουσίαση μιας εποχής μέσα από τα μάτια του Τσιτσάνη». Αυτό ανέφερε μιλώντας χθες το απόγευμα στα τοπικά μέσα ενημέρωσης, ο γνωστός σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης που παρευρέθηκε στην προβολή της νέας του ταινίας «Ουζερί Τσιτσάνης» στον κινηματογράφο Ορφέας στον Πύργο. Πολύς ο κόσμος που πήγε να δει την ταινία και να μιλήσει με τον σκηνοθέτη που την παρουσίασε πριν την προβολή και αντάλλαξε απόψεις με το κοινό. Η ταινία του Μ. Μανουσάκη που πανελλαδικά βρίσκεται στην Τρίτη εβδομάδα προβολης, έχει κάνει ρεκόρ εισιτηρίων. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ο 26χρονος τότε συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης που σ’ ένα ουζερί στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης είχε γράψει εκείνη την εποχή ορισμένα από τα πιο ωραία του τραγούδια. «Γυρίζω όλη την Ελλάδα μιλώντας με τους θεατές για την ταινία, γιατί από τους θεατές μαθαίνεις, ακούω από τις εντυπώσεις τους και κερδίζεις πολλά από τον κόσμο» ανέφερε προλογίζοντας την ταινία: «Η ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι βασισμένη στο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, διάβασα το βιβλίο πριν από 4-5 χρόνια περίπου ενθουσιάστηκα, ήταν ένα χρυσορυχείο από γεγονότα, καταστάσεις και κυρίως διαχρονικό άρωμα Ελλάδας και είπα, αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Γιατί μέσα από τα μάτια ενός πολύ μεγάλου συνθέτη, του Βασίλη Τσιτσάνη που τότε διανύει και μια από τις πιο δημιουργικές του περιόδους και μέσα από τα μάτια δύο ερωτευμένων νέων, ενός χριστιανού και μιας Εβραίας, βλέπεις μια εποχή. Ένας έρωτας εμποδισμένος, ένας έρωτας κυνηγημένος ειδικά την εποχή της Κατοχής. Η ιστορία μας διαδραματίζεται το 1942-43, τότε ο Τσιτσάνης έχει ανοίξει αυτό το ιστορικό ουζερί στην καρδιά της Θεσσαλονίκης και βλέπουμε μια εποχή, την εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί. Θέλουμε λοιπόν να συζητήσουμε με τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο για τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και να θυμίσουμε σε αυτούς που ξεχνάνε ή που δεν ξέρουν καν τι είναι Ναζισμός, τη στιγμή μάλιστα που στην Ευρώπη ο νεοναζισμος και ο ρατσισμός αναπτύσσονται απειλητικά για το ιδεολόγημα της ίδιας της Ευρώπης. Βέβαια είναι μια ερωτική ιστορία, δεν είναι πολιτική ταινία, αυτή είναι η αφορμή για να πούμε κι άλλα πράγματα.Ο κόσμος με τον οποίο μιλάω, θεωρεί ότι είναι μια πολύ σύγχρονη ταινία με αναγωγές και αναφορές στο σήμερα».
Πως εμπνεύστηκε ο Τσιτσάνης την «Συννεφιασμένη Κυριακή»
Ρωτάμε τον κ. Μανουσάκη, αν ο Τσιτσάνης ήταν η αφορμή για να κάνει αυτήν την ταινία και να παρουσιάσει την εξόντωση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη την εποχή της Κατοχής. «Σαφώς και ο Τσιτσάνης δεν είναι η αφορμή για να ειπωθούν κάποια πράγματα στην ταινία, παίζει βασικό και ουσιαστικό ρόλο, είναι ο παρατηρητής της εποχής, αφού μέσα από τα μάτια του βλέπουμε την εποχή, μέσα από την μουσική του βλέπουμε την εποχή. Για να δώσω ένα παράδειγμα, ο Τσιτσάνης λέει ότι ένα πρωί βγαίνοντας από το μαγαζί είδε κηλίδες αίματος στο χιόνι, ακολούθησε τα ίχνη του αίματος και βρέθηκε μπροστά σε ένα εκτελεσμένο παλικάρι. Κι αυτό αποτέλεσε το έναυσμα της έμπνευσης για την «Συννεφιασμένη Κυριακή». Αυτήν την σκηνή την αναπαριστούμε ακριβώς έτσι όπως έγινε στην ταινία, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος. Ο Τσιτσάνης παρακολουθεί όλες τις εκφάνσεις της εποχής και άλλες αποτρόπαιες εικόνες και η ραχοκοκκαλιά της ταινίας είναι η σύνθεση της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής» και καταλήγει με το ολοκληρωμένο τραγούδι. Τα τρία μέρη είναι ισορροπημένα για να γίνει μια ταινία ολοκληρωμένη και μια ταινία λαϊκή.».
Τέλος ο κ. Μανουσάκης ανέφερε ότι αυτή η ταινία, είναι μια μεγάλη και δύσκολη παραγωγή, αλλά βοήθησε πολύ η ψυχή των ανθρώπων για να υλοποιηθεί. «Σκεφτείτε ότι ήρθαν 1300 άνθρωποι και πρόσφεραν την παρουσία τους στην ταινία, δεν τους λέω κομπάρσους τους λέω συμπρωταγωνιστές, ήταν τέτοια η αγκαλιά και η αγάπη που ήρθαν για μέρες να βοηθήσουν από το πρωί ως το απόγευμα χωρίς να λιποτακτήσει κανείς. Στην ταινία παίζουν 60 ηθοποιοί και 2500 περίπου κομπάρσοι, ράφητκαν 5000 ρούχα και γυρίσαμε όλη τη Θεσσαλονίκη για να βρούμε τα σημεία που αναπαριστούν την εποχή αυτή. Παίζεται για Τρίτη εβδομάδα, πάει για τέταρτη και ελπίζω να ξεχειμωνιάσουμε με την ταινία…»